- προαισθάνομαι
- προαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι, νιώθω από πριν πως θα γίνει κάτι, προβλέπω: Τα ζώα λέγεται ότι προαισθάνονται το σεισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προαισθάνομαι — προαισθάνομαι, προαισθάνθηκα βλ. πίν. 82 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προαισθάνομαι — ΝΑ αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι … Dictionary of Greek
προαισθομένων — προαισθάνομαι perceive aor part mid fem gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp fem gen pl (attic) προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc/n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθόμενον — προαισθάνομαι perceive aor part mid masc acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive aor part mid neut nom/voc/acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc acc sg (attic) προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαίσθῃ — προαισθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek
προαίσθηση — Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα… … Dictionary of Greek
προαισθανομένων — προαισθάνομαι perceive pres part mid fem gen pl προαισθανομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθανόμενον — προαισθάνομαι perceive pres part mid masc acc sg προαισθανόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθησομένων — προᾴδω sing before fut part pass fem gen pl προαισθησομένων , προᾴδω sing before fut part pass masc/neut gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid fem gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid masc/neut gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)